papageorgiou mpanio

"Ο Γιώργος Μενέλαος Μαρίνος είναι ένας ποιητής, ένας παραμυθάς, ένας τραγουδοποιός, ένας πεζογράφος, ένας κλόουν και πόσα ακόμα, αλλά κι ο σιχουργός του εν λόγω τραγουδιού. Μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια και κινητή μνήμη του σύγχρονου πολιτισμού μας. Μεγάλη μου χαρά και τιμή να δημιουργήσω 'πάνω' στη στιχουργική του έμπνευση, καυστική, αυτοσαρκαστική και ολοφώτεινη πάντοτε, σαν τον ίδιο, τον 'λαϊκό ποιητή της Αίγινας'."

Γιάννης Παπαγεωργίου

Ο Γιάννης Παπαγεωργίου έγραψε τη μουσική και μας βάζει να ακούσουμε ένα ακόμα από τα τραγούδια που θα συμπεριλαμβάνονται στο δεύτερο album του. "Το Μπάνιο" γλυκό, συγκινητικό, φωτεινό, χαμογελαστό και πρώτα απ' όλα ανθρώπινο είναι η ιστορία που όλοι μας θα θέλαμε να ζήσουμε στην ζωή μας. 

Καλά Μπάνια λοιπόν!

Εδώ θα βρείτε το τραγούδι σε wav: https://umusic.box.com/s/verfpiotzvcnkmybg6hjxoj0j4uercos

Δείτε το official lyric video του single στο YouTube:  https://www.youtube.com/watch?v=8ntiNFCjroY

Βρείτε το τραγούδι σε όλα τα ψηφιακά καταστήματα και τις streaming υπηρεσίες: https://GiannisPapageorgiou.lnk.to/ToMpanioPR

Στίχοι:

Μπήκε στο μπάνιο η αγάπη μου μια μέρα

Κρέμασε εκεί το κιλοτάκι το σατέν

Κι όταν ακούμπησε το πόδι στη μπανιέρα

Βγάζει μ' ένα αχ το δαντελένιο της σουτιέν.

 

Κι εγώ, στο αχ έδειξα τάχα αδιαφορία

Κι όμως κοιτούσα με την άκρη του ματιού

Κι ο εγωισμός μου μια μικρή αυτοεξορία

Μ' έσπρωξε πλάι στην καμαρούλα του σπιτιού.

 

Μπήκε η αγάπη μου στο μπάνιο και την άλλη

Μέρα, τη μέρα είπε τα χρόνια πως περνούν

Κι είδε με φόβο μια ρυτίδα πιο μεγάλη

Κι είπα: Οι καθρέφτες μας αγάπη μου γερνούν.

 

Κι εγώ τριγύριζα στο σπίτι με σορτσάκι

Και τότε αισθάνθηκα τα πρώτα αρθριτικά

Μα εγώ την έβλεπα σαν πάντα κοριτσάκι

Μες τον καιρό που όλα πονούν πιο τακτικά.

 

Μπήκε στο μπάνιο η αγάπη μου και πάλι

Κι έτσι όπως άκουγα να τρέχει το νερό

Άνοιξε αθόρυβα το πιο όμορφο μπουκάλι

Που σταματάει στο πρόσωπό μας τον καιρό.

 

Κι εγώ της είπα έξω απ' το μπάνιο, ενώ γυρνούσα

Φταίει η αγάπη μας, μα πιότερο εσύ φταις

Που μες τη νιότη την αιώνια ενώ γερνούσα

Εσύ με νόμιζες νεότερο από χτες.

 

Μπήκε η αγάπη μου στο μπάνιο τελευταία

Με τα εικοσιπέντε επιπλέον της κιλά

ΚΙ ήταν διπλά όπως τη γνώρισα ωραία

Πίσω απ' την άσπρη σαπουνάδα να γελά.

 

Κι εγώ την πήρα από το χέρι σαν παιδούλα

Κι έγινε απέραντος ο πόθος μου ο κρυφός

Και στο κρεβάτι στη μικρή την καμαρούλα

Της είπα: «αγάπη μου» και σβήσαμε το φως.